Το λεωφορείο είναι ένα όχημα για την μαζική μεταφορά ατόμων. Η λέξη είναι μια εφεύρεση του Κοραή που την μετέφρασε από την λατινική "Omnibus".
'Αλλο ένα κρύο απόγευμα του χειμώνα το 2011 και περιμένω το λεωφορείο υπομονετικά να έρθει και να "χωθώ" για να φτάσω στην σχολή μου.Ο αέρας με χτυπάει αλύπητα και η βροχή πέφτει ασταμάτητα πάνω στο στέγαστρο δίνοντας έναν τόνο μουσικής.Μια κυρία δίπλα μου προσπαθεί να σκεπάσει το μωράκι της απο το κρύο.Το βλέμμα μου πέφτει πάνω στο φοβισμένο προσωπάκι του,μάλλον είναι πολύ μικρό ακόμα για να καταλάβει τι είναι αυτό που το τρομάζει τόσο.Βγένω λίγο έξω απο την στάση και προσπαθώ να διακρίνω στον ορίζοντα κάποιο μεγάλο μπλε κουτί τ όποιο θα ανακουφίσει το πρόσωπο απο το παγερό κρύο.Τελικά το κουτί εμφανίζετε μετά απο 5 λεπτά και αφού βοηθάω την κυρία να ανεβάσει το μωράκι της στο λεωφορείο πηγαίνω στην μέση και κάθομαι όρθιος.Αυτήν την φορά τα πιο πολλά πρόσωπα που βλέπω είναι ταλαιπωρημένα και λυπημένα,μάλλον φταίει ο καιρός αλλά και η κατάσταση που επικρατεί αυτόν τον καιρό στην Χώρα μας.Ακούω δίπλα μου έναν ηλικιώμενο να ζητάει απο έναν νεαρό να του παραχωρήσει την θέση γιατί δεν αντέχει να κάτσει όρθιος.Ο νεαρός κοιτάει τον πάππου με ένα βλέμμα απέχθειας και προκλητικά του λέει "δεν με ενδιαφέρει να σηκώσεις κάποιον άλλο".Εκείνη την στιγμή το πρώτο συναίσθημα που μου έρχεται στο μυαλό είναι οργή.Προσπαθώ να ηρεμήσω και η οργή αρχίζει να γίνεται μια βαριά θλίψη.Αρχίζω και σκέφτομαι γιατί οι άνθρωποι γίναμε τόσο ξένοι μεταξύ μας και τόσο ψυχροί ο ένας στον άλλο.Μου έρχονται γρήγορες εικόνες στο Μυαλό με απτά παραδείγματα όπως θυμάμαι στην Ομόνοια μια φορά που πήγα να πάρω το Metro ένας ναρκομανής ήταν νεκρός και εγώ δεν ξέρω για πόσες ώρες και όλοι περνάγανε δίπλα του νομίζοντας πώς έχει χαθεί και αυτός στην Νιρβάνα του.Μια άλλη φορά μια ηλικιωμένη κυρία ήθελε να περάσει τον δρόμο στην Πανεπιστημίου και πάλι δεν βρέθηκε ΕΝΑΣ άνθρωπος να την βοήθήσει.Προσπαθώ με μεγάλο κόπο να βγάλω αυτές τις σκέψεις απο το μυαλό μου και να επικεντρωθώ στους επιβάτες για άλλη μια φορά.Σιγά σιγά το λεωφορείο φτάνει στον Άγιο Δημήτριο με την βροχή ατάραχη να συνεχίζει να πέφτει στον δρόμο και να προκαλεί μια απίστευτη κίνηση και να φέρνει ένα μεγάλο κύμα μουντάδας και νευρικότητας στον κόσμο.Περιεργάζομαι το λεωφορείο γύρω μου και νιώθω σαν να βλέπω ένα γερασμένο κουρασμένο σώμα το οποίο τρίζει και παραπονιέται γιατί σιγά σιγά νιώθει πως πρέπει να αποσυρθεί.Οι επιβάτες όπως πάντα ξένοι μεταξύ τους και σχεδόν απρόσωποι.Κάποιος κοιτάει το ρολόι του προφανώς βιάζεται να πάει κάπου.Μια κοπέλα έχει χαθεί στην αγκαλιά του αγοριού της και έχει κλείσει τα μάτια της σαν να νιώθει απόλυτα ασφαλής.Το λεωφορείο φτάνει στον προορισμό του και με ένα πονεμένο βογκητό ακούγονται τα φρένα που καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να σταματήσει το κουτί.Οι πόρτες ανοίγουν απότομα και ο παγωμένος αέρας με μια απίστευτη ταχύτητα μπαίνει μέσα να παγώσει κ άλλο την ατμόσφαιρα.Οι επιβάτες σπρώχνονται και ετοιμάζονται να μπουν στο επόμενο κουτί που περιμένει να τους εγκλωβίσει με ανυπομονησία.
Constantine.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου